καταπάτηση — η (Α καταπάτησις) [καταπατώ] το πάτημα με τα πόδια, ποδοπάτημα νεοελλ. 1. αυθαίρετη κατάληψη ξένου εδάφους («καταπάτηση οικοπέδου») 2. σφετερισμός («καταπάτηση ξένης περιουσίας») 3. παραβίαση («η καταπάτηση τών δικαιωμάτων τού ανθρώπου») 4.… … Dictionary of Greek
καταπάτηση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καταπατώ, τσαλαπάτηση, ποδοπάτημα: Από την καταπάτηση που του γινε έχασε το ένα του παπούτσι. 2. οικειοποίηση ξένου εδάφους: Έκαμε καταπάτηση του οικοπέδου. 3. παράβαση, αθέτηση: Έκαμε καταπάτηση της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταπατήση — καταπάτησις trampling on fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθέτηση — η (Α ἀθέτησις) ακύρωση, παραβίαση, καταπάτηση όρκου, νόμου ή συμφωνίας αρχ. 1. παραμέληση, κατάργηση 2. απόρριψη νόθου χωρίου ή λέξης από συγγραφικό έργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αθετώ. ΠΑΡ. αθετήσιμος] … Dictionary of Greek
επιορκία — η (AM ἐπιορκία) [επίορκος] ψεύτικος όρκος, καταπάτηση όρκου, αθέτηση ένορκης υπόσχεσης («τὴν βασιλέως ἐπιορκίαν καὶ ἀσέβειαν», Ξεν.) νεοελλ. (ποιν. δίκ.) η εκούσια αθέτηση υπόσχεσης που δόθηκε για την εκπλήρωση μιας υποχρέωσης και επιβεβαιώθηκε… … Dictionary of Greek
καταπάτημα — το (AM καταπάτημα) [καταπατώ] νεοελλ. η καταπάτηση μσν. αρχ. αυτό που καταπατείται, αυτό που ποδοπατείται («οὐκ ἀπέστρεψε χεῑρα αὐτοῡ ἀπὸ καταπατήματος», ΠΔ) … Dictionary of Greek
παραβίαση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραβιάζω, η με βίαιο τρόπο εισχώρηση ή διέλευση από κάπου 2. διάνοιξη κλειστού χώρου ή αντικειμένου με τη βία, διάρρηξη («παραβίαση τού χρηματοκιβωτίου») 3. (σχετικά με νόμο, καθιερωμένη τάξη, δίκαιο, έθιμο … Dictionary of Greek
παρασπόνδηση — η / παρασπόνδησις, εως, ΝΑ [παρασπονδώ] παράβαση τών σπονδών, τών συνθηκών, αθέτηση υποσχέσεως, καταπάτηση όρκου, παρασπονδία … Dictionary of Greek
παρορισμός — ὁ, Α [παρορίζω] μετακίνηση τών ορίων, τών συνόρων μεταξύ κτημάτων, καταπάτηση γειτονικού κτήματος … Dictionary of Greek
πατησμός — ὁ, Α 1. η πράξη τού πατῶ, η καταπάτηση με τα πόδια, το πάτημα κάποιου πράγματος 2. το αλώνισμα τού σιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πατησ τού αορ. τού πατῶ + κατάλ. μός, κατά τα ουσ. σε ισμός (< ρ. σε ίζω), πρβλ. κροτ ησμός, λοιδορ ησμός, ναυαγ… … Dictionary of Greek